προσδοκῶντες

προσδοκῶντες
προσδοκάω
expect
pres part act masc nom/voc pl
προσδοκάω
expect
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιλαμπρύνω — ἐπιλαμπρύνω (Α) [λαμπρός] 1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι 2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.) 3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”